2 ἀποδέω
• Morfología: [arcad. pres. 3.a sg. ἀπυδίει IG 5(2).6.96 (Tegea IV a.C.)]
1 c. gen. carecer de
τῆς ἀληθείαςPl.Ax.369d,
παραδειγμάτωνPFay.20.2, cf. D.C.65.22.1, Dion.Ar.CH M.3.140C, IG l.c.
•esp. con numerales
τριακοσίων ἀποδέοντα μύριαdiez mil menos trescientos Th.2.13,
δυεῖν χιλιάδων ἀποδέοντες εἶναι δισμύριοιD.H.7.3, cf. Th.4.38.
2 c. ac. neutr. de adj. o pron. cuantificador y gen. pers. ser inferior a
μηδὲν ... δυνάμει τοῦ προπάτοροςHp.Ep.16,
οὐ πολὺ τῆς ΣαπφοῦςLuc.Merc.Cond.36,
οὔτε πλήθει πολὺ ἀποδέοντες ἀλλήλωνD.H.3.52, c. dat.
οὐδέποτε Ῥωμαῖοι πολεμίοις ἀποδέοντες τοσοῦτον πλήθειPlu.Luc.28
•fig.
εἰ μὴ χρόνῳ μηδὲ μεγέθει τῶν πόνωνPlu.2.1088c.
3 c. ac. neutr. de adj. o pron. cuantificador y gen. de abstr. distar
τοσοῦτον ἀποδέω τῶν περιττῶνPl.Ax.366b,
τοσοῦτον ... ἀποδέω τοῦ δεδοικέναιPl.Ax.372a
•c. inf.
ὀλίγον ἀποδεῖ ... εἶναιPlu.2.978e.